Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῶν ταξιαρχῶν

См. также в других словарях:

  • Ταξιαρχών, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια: 1. Αιγίου. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αχαΐας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Kτήτορας του παλαιού μοναστηριού που βρισκόταν ψηλότερα είναι ο όσιος Λεόντιος… …   Dictionary of Greek

  • Αγίων Ταξιαρχών, μονή — Ονομασία δύο μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι κοντά στο χωριό Αθίκια, 17 χλμ. Ν της Κορίνθου. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1941. Στο μοναστήρι λειτουργεί εργαστήριο αγιογραφίας,… …   Dictionary of Greek

  • σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… …   Dictionary of Greek

  • Δεσφίνα — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.024 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 30 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του δήμου Δεσφίνης. Στη Δ. υπάρχει ένα σημαντικό βυζαντινό μνημείο, ο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… …   Dictionary of Greek

  • Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Τρίκαλα — I Πόλη της δυτικής Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της ομώνυμης επαρχίας. Χτισμένη στο κένρο της δυτικής λεκάνης της Θεσσαλίας, που ονομάζεται πεδιάδα των T., διαρρέεται από τον παραπόταμο του Πηνειού Ληθαίο, ο οποίος με τις… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»